προσαναβασις

προσαναβασις
    προσανάβασις
    προσ-ανάβᾰσις
    Trag. προσάμβασις -εως ἥ
    1) восхождение, подъем, т.е. штурм
    

(τειχέων Eur.)

    2) ступень(ка)
    

(κλιμάκων προσαμβάσεις Eur.)

    δωμάτων προσαμβάσεις Eur. — лестница здания


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προσαναβασις" в других словарях:

  • προσανάβασις — going up fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαναβάσεις — προσανάβασις going up fem nom/voc pl (attic epic) προσανάβασις going up fem nom/acc pl (attic) προσαναβά̱σεις , προσαναβαίνω go up aor subj act 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαμβάσεις — προσάμβασις fem nom/voc pl (attic epic) προσάμβασις fem nom/acc pl (attic) προσανάβασις going up fem nom/voc pl (attic epic) προσανάβασις going up fem nom/acc pl (attic) προσαμβά̱σεις , προσαναβαίνω go up aor subj act 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσάμβασις — ασεως, ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. προσανάβασις …   Dictionary of Greek

  • προσανάβαση — η / προσανάβασις άσεως, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. προσάμβασις Α [προσαναβαίνω] νεοελλ. 1. η επί πλέον αύξηση, βαθμιαία επαύξηση 2. (για νερά) πλημμύρα, ξεχείλισμα μσν. αρχ. μέρος, τόπος από όπου ανέρχεται κανείς κάπου («ἀνὴρ... κλίμακος προσαμβάσεις… …   Dictionary of Greek

  • προσαναβάσεως — προσαναβάσεω̆ς , προσανάβασις going up fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»